Δείτε επίσης: διασαφῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασαφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασαφῶ, συνηρημένος τύπος του διασαφέω < διά+ σαφής

  Ρήμα επεξεργασία

διασαφώ, αόρ.: διασάφησα, παθ.φωνή: διασαφούμαι, π.αόρ.: διασαφήθηκα, μτχ.π.π.: διασαφημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία