Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασαφιστής οι διασαφιστές
      γενική του διασαφιστή των διασαφιστών
    αιτιατική τον διασαφιστή τους διασαφιστές
     κλητική διασαφιστή διασαφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασαφιστής < διασάφισ(η) + -τής < διασαφίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασαφιστής αρσενικό (θηλυκό διασαφίστρια)

Σημειώσεις επεξεργασία

Τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιούν και τις δύο μορφές:

  Μεταφράσεις επεξεργασία