διασάφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασάφηση | οι | διασαφήσεις |
γενική | της | διασάφησης* | των | διασαφήσεων |
αιτιατική | τη | διασάφηση | τις | διασαφήσεις |
κλητική | διασάφηση | διασαφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασάφηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασάφη(σις) + -ση[1] < διασαφέω / διασαφῶ → δείτε τη λέξη διασαφώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασάφηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασαφώ
- άλλες μορφές: διασάφιση (< διασαφίζω)
- ≈ συνώνυμα: διασαφήνιση, αποσαφήνιση
- (ειδικότερα) έγγραφη δήλωση σε τελωνείο, με την οποία δηλώνονται τα στοιχεία του εμπορεύματος (ποσότητα, αξία κ.ά.) και ζητείται η υπαγωγή του σε τελωνειακό καθεστώς (εκτελώνιση προς θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, τελωνειακή αποταμίευση, τελωνειακή μεταποίηση, τελειοποίηση ενεργητική ή παθητική, θέση σε ειδική χρήση ή προορισμό, διαμετακόμιση εσωτερική ή εξωτερική, εξαγωγή, επανεξαγωγή, επανεισαγωγή)
Συγγενικά
επεξεργασία- διασαφητής < διασαφώ) (διασαφιστής < διασαφίζω)
- → δείτε τις λέξεις διασαφώ, διασαφηνίζω, διά και σαφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία δήλωση στο τελωνείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διασάφηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας