↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασάφιση οι διασαφίσεις
      γενική της διασάφισης* των διασαφίσεων
    αιτιατική τη διασάφιση τις διασαφίσεις
     κλητική διασάφιση διασαφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασάφιση < κατάληξη -ιση από το διασαφίζω, γραφή του διασάφηση (< διασαφώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασάφιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία