εκτελώνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτελώνιση | οι | εκτελωνίσεις |
γενική | της | εκτελώνισης* | των | εκτελωνίσεων |
αιτιατική | την | εκτελώνιση | τις | εκτελωνίσεις |
κλητική | εκτελώνιση | εκτελωνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτελωνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκτελώνιση < εκτελωνίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκτελώνιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτελωνίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκτελωνίζω και εκτελωνιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκτελώνιση
|