εκτελωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτελωνιστής < εκτελωνίζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκτελωνιστής αρσενικό (θηλυκό: εκτελωνίστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που (κατ’ επάγγελμα) εκτελωνίζει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκτελωνίζω και τελώνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκτελωνιστής
|