διασάφησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διασάφησῐς | αἱ | διασαφήσεις | ||||
γενική | τῆς | διασαφήσεως | τῶν | διασαφήσεων | ||||
δοτική | τῇ | διασαφήσει | ταῖς | διασαφήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διασάφησῐν | τὰς | διασαφήσεις | ||||
κλητική ὦ! | διασάφησῐ | διασαφήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασαφήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διασαφησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασάφησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασαφέω / διασαφῶ, διασαφη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασάφησις, -εως θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τη μεσαιωνική διασαφήνισις
Πηγές
επεξεργασία- διασάφησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.