διασαφήνισις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασαφήνισις < διασαφηνί(ζω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασαφήνισις θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διασαφηνίζω και σαφής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- διασάφησις (ελληνιστική)
Πηγές επεξεργασία
- διασαφήνισις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- διασαφήνισις σελ.1934 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)