διασαφητικός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διασαφητικός < (ελληνιστική κοινή) διασαφητικός
Επίθετο Επεξεργασία
διασαφητικός, -ή, -ό
Επεξεργασία
- διασαφητικά
- → δείτε τις λέξεις διασαφηνίζω, σαφηνίζω και σαφής
Μεταφράσεις Επεξεργασία
διασαφητικός
|