αδιασάφητος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αδιασάφητος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασάφητος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αδιασάφητος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αδιασαφήνιστος
- αδιασάφητα στοιχεία
- (οικονομία) που δεν έχει υποβληθεί διασάφηση σε τελωνείο γι’ αυτόν
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αδιασάφητος
|