αδιασαφήνιστος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αδιασαφήνιστος < α- + διασαφηνίζω + -τος
Επίθετο Επεξεργασία
αδιασαφήνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει διασαφηνιστεί
Άλλες μορφές Επεξεργασία
Συνώνυμα Επεξεργασία
Αντώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διασαφηνίζω, σαφηνίζω και σαφής
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αδιασαφήνιστος