↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαφηνής η σαφηνής το σαφηνές
      γενική του σαφηνούς* της σαφηνούς του σαφηνούς
    αιτιατική τον σαφηνή τη σαφηνή το σαφηνές
     κλητική σαφηνή(ς) σαφηνής σαφηνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαφηνείς οι σαφηνείς τα σαφηνή
      γενική των σαφηνών των σαφηνών των σαφηνών
    αιτιατική τους σαφηνείς τις σαφηνείς τα σαφηνή
     κλητική σαφηνείς σαφηνείς σαφηνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαφηνής < αρχαία ελληνική σαφηνής < σαφής

  Επίθετο

επεξεργασία

σαφηνής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία