σαφηνιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαφηνιστικός < ελληνιστική κοινή σαφηνιστικός < σαφηνιστής < αρχαία ελληνική σαφηνίζω < σαφής
Επίθετο επεξεργασία
σαφηνιστικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαφηνιστικός
|
σαφηνιστικός
|