αποσαφηνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσαφηνιστικός < αποσαφηνίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααποσαφηνιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσαφήνιση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσαφηνιστικός