Δείτε επίσης: εὐκρινής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκρινής η ευκρινής το ευκρινές
      γενική του ευκρινούς* της ευκρινούς του ευκρινούς
    αιτιατική τον ευκρινή την ευκρινή το ευκρινές
     κλητική ευκρινή(ς) ευκρινής ευκρινές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκρινείς οι ευκρινείς τα ευκρινή
      γενική των ευκρινών των ευκρινών των ευκρινών
    αιτιατική τους ευκρινείς τις ευκρινείς τα ευκρινή
     κλητική ευκρινείς ευκρινείς ευκρινή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ευκρινής

  1. που μπορεί να φανεί ή να ακουστεί πολύ καλά, εύκολα αντιληπτός
  2. που έχει σαφήνεια, που το νόημά του γίνεται εύκολα κατανοητό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία