εὐκρινής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐκρινής | τὸ εὐκρινές | οἱ, αἱ εὐκρινεῖς | τὰ εὐκρινῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐκρινοῦς | τοῦ εὐκρινοῦς | τῶν εὐκρινῶν | τῶν εὐκρινῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐκρινεῖ | τῷ εὐκρινεῖ | τοῖς, ταῖς εὐκρινέσι(ν) | τοῖς εὐκρινέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐκρινῆ | τὸ εὐκρινές | τοὺς, τὰς εὐκρινεῖς | τὰ εὐκρινῆ |
Κλητική | εὐκρινές | εὐκρινές | εὐκρινεῖς | εὐκρινῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐκρινεῖ | |||
Γενική-Δοτική | εὐκρινοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)
Επίθετο
επεξεργασίαεὐκρινής
- καλά διαχωρισμένος
- ορθάνοιχτος
- σαφής, ξεκάθαρος
- τακτοποιημένος, βαλμένος σε τάξη
- (ιατρική) ευνοϊκός
- (ιατρική) που οδηγεί σε κρίση
- (ιατρική) που αναρρώνει