πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διευκρίνηση οι διευκρινήσεις
      γενική της διευκρίνησης* των διευκρινήσεων
    αιτιατική τη διευκρίνηση τις διευκρινήσεις
     κλητική διευκρίνηση διευκρινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευκρινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.efˈkɾi.ni.si/ και νεότερη προφορά
τυπογραφικός συλλαβισμός: διευκρίνιση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διευκρίνηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία