διευκρινέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διευκρινέω < διά + εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)
Ρήμα επεξεργασία
διευκρινέω