Ετυμολογία

επεξεργασία
διευκρίνησις < αρχαία ελληνική grc / διευκρινῶ < εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διευκρίνησις θηλυκό