ερμηνευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμηνευτικός < ερμηνεύω
Επίθετο
επεξεργασίαερμηνευτικός -ή -ό
- που δίνει μια ερμηνεία, που βοηθά στην κατανόηση μιας έννοιας, ενός κειμένου κλπ
- ερμηνευτικά σχόλια στην Ιλιάδα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερμηνευτικός