Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ερμηνευτικά < ερμηνευτικός

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

ερμηνευτικά

  • δίνοντας μια ερμηνεία και βοηθώντας στην κατανόηση ενός πράγματος, πχ ενός κειμένου
ο μελετητής προσέγγισε ερμηνευτικά το αρχαίο κείμενο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

ερμηνευτικά