Ετυμολογία

επεξεργασία

ερμηνευτικά < ερμηνευτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ερμηνευτικά

  • δίνοντας μια ερμηνεία και βοηθώντας στην κατανόηση ενός πράγματος, πχ ενός κειμένου
ο μελετητής προσέγγισε ερμηνευτικά το αρχαίο κείμενο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ερμηνευτικά