rendition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rendition | renditions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrendition (en)
- η ερμηνεία, η απόδοση, το παίξιμο, ειδικά ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού· ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παίζεται
- ⮡ Your rendition of this role wasn’t satisfactory.
- Η απόδοσή σου σ΄ αυτόν το ρόλο δεν ήταν ικανοποιητική.
- ≈ συνώνυμα: interpretation, performance και rendering
- ⮡ Your rendition of this role wasn’t satisfactory.
- (μη μετρήσιμο) η παράδοση εγκληματία σε χώρα που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα σέβεται λιγότερο από την χώρα σύλληψης (συχνά αυτή η παράδοση είναι άνομη και διεξάγεται μυστικά)