Δείτε επίσης: rendering, render
      ενικός         πληθυντικός  
rendition renditions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rendition (en)

  1. η ερμηνεία, η απόδοση, το παίξιμο, ειδικά ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού· ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παίζεται
    ⮡  Your rendition of this role wasn’t satisfactory.
    Η απόδοσή σου σ΄ αυτόν το ρόλο δεν ήταν ικανοποιητική.
     συνώνυμα:  interpretation, performance και rendering
  2. (μη μετρήσιμο) η παράδοση εγκληματία σε χώρα που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα σέβεται λιγότερο από την χώρα σύλληψης (συχνά αυτή η παράδοση είναι άνομη και διεξάγεται μυστικά)