interpretado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interpretado < interpret(i) + -ad- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interpretado | interpretadoj |
αιτιατική | interpretadon | interpretadojn |
interpretado (eo)