μαντεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντεία | οι | μαντείες |
γενική | της | μαντείας | των | μαντειών |
αιτιατική | τη | μαντεία | τις | μαντείες |
κλητική | μαντεία | μαντείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαντεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαντεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντεία θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαντεία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαντεία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαντεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντεία θηλυκό
- η μαντεία. χρησμολογία
- μαντική τέχνη
- μαγική πράξη
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μάντης
Πηγές
επεξεργασία- μαντεία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαντεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντεία θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασία- -μαντεία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -μαντεία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μάντις
Πηγές
επεξεργασία- μαντεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαντεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.