Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντεψιά οι μαντεψιές
      γενική της μαντεψιάς των μαντεψιών
    αιτιατική τη μαντεψιά τις μαντεψιές
     κλητική μαντεψιά μαντεψιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντεψιά < μεσαιωνική ελληνική μάντευμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντεψιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία