Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντική < από το θηλυκό του αρχαιοελληνικού επιθέτου μαντικός,ή,όν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντική θηλυκό

  1. η μαντική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα, το επάγγελμα του μάντι
  2. το επάγγελμα που ασκούν όσοι αμοίβονται υποστηρίζοντας ότι προλέγουν το μέλλον ή ότι μαντεύουν τις σκέψεις άλλων ανθρώπων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαντική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία