μαντική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαντική < από το θηλυκό του αρχαιοελληνικού επιθέτου μαντικός,ή,όν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντική θηλυκό
- η μαντική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα, το επάγγελμα του μάντι
- το επάγγελμα που ασκούν όσοι αμοίβονται υποστηρίζοντας ότι προλέγουν το μέλλον ή ότι μαντεύουν τις σκέψεις άλλων ανθρώπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαντική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαντική