μαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαντικός | η | μαντική | το | μαντικό |
γενική | του | μαντικού | της | μαντικής | του | μαντικού |
αιτιατική | τον | μαντικό | τη | μαντική | το | μαντικό |
κλητική | μαντικέ | μαντική | μαντικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαντικοί | οι | μαντικές | τα | μαντικά |
γενική | των | μαντικών | των | μαντικών | των | μαντικών |
αιτιατική | τους | μαντικούς | τις | μαντικές | τα | μαντικά |
κλητική | μαντικοί | μαντικές | μαντικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαντικός < αρχαία ελληνική μαντικός,ή,όν
Επίθετο
επεξεργασίαμαντικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαντικός