μαντείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντείο | τα | μαντεία |
γενική | του | μαντείου | των | μαντείων |
αιτιατική | το | μαντείο | τα | μαντεία |
κλητική | μαντείο | μαντεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαντείο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαντείο ουδέτερο
- στην αρχαιότητα, το ιερό ενός θεού που έδινε χρησμούς, εκεί όπου οι μάντεις έδιναν απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεταν οι πιστοί
- το μαντείο των Δελφών, το μαντείο της Δωδώνης