Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντείο τα μαντεία
      γενική του μαντείου των μαντείων
    αιτιατική το μαντείο τα μαντεία
     κλητική μαντείο μαντεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντείο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /manˈdi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντείο ουδέτερο

  • στην αρχαιότητα, το ιερό ενός θεού που έδινε χρησμούς, εκεί όπου οι μάντεις έδιναν απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεταν οι πιστοί
το μαντείο των Δελφών, το μαντείο της Δωδώνης

  Μεταφράσεις επεξεργασία