Ετυμολογία

επεξεργασία
oracle < παλαιά γαλλική oracle

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

oracle (en)

  1. το μαντείο
  2. ο μάντης
  3. ο χρησμός, η μαντεία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
oracle < λατινική oraculum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
oracle oracles

oracle (fr) αρσενικό