oracle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- oracle < παλαιά γαλλική oracle
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoracle (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
oracle | oracles |
oracle (fr) αρσενικό