παραδειγματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραδειγματάκι | τα | παραδειγματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παραδειγματάκι | τα | παραδειγματάκια |
κλητική | παραδειγματάκι | παραδειγματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδειγματάκι < παράδειγμα +-άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραδειγματάκι ουδέτερο
- μικρό παράδειγμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδειγματάκι
|