δειγματοληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δειγματοληπτικός < δειγματολήπτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδειγματοληπτικός
- που γίνεται με δειγματοληψία, λήψη δείγματος προς εξέταση
Συγγενικά
επεξεργασία- δειγματοληπτικά
- → δείτε τις λέξεις δείχνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δειγματοληπτικός
|