Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δειγματοληψία οι δειγματοληψίες
      γενική της δειγματοληψίας των δειγματοληψιών
    αιτιατική τη δειγματοληψία τις δειγματοληψίες
     κλητική δειγματοληψία δειγματοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δειγματοληψία < δείγμα, δειγματ- + -ο- + -ληψία (< λαμβάνω) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prise d'échantillons

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.ɣma.to.liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δειγ‐μα‐το‐λη‐ψί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: δει‐γμα‐το‐λη‐ψί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δειγματοληψία θηλυκό

  1. η λήψη ενός δείγματος, του οποίου η εξέταση θα μας οδηγήσει σε συμπεράσματα για το σύνολο από το οποίο προερχόταν το δείγμα
  2. (πληροφορική) ένα από τα στάδια (βήματα) στη διαδικασία της ψηφιοποίησης
    ※  Η ψηφιοποίηση του ήχου γίνεται με δειγματοληψία και απαιτεί ειδικό υλικό και λογισμικό.
    11.2.2 Χαρακτηριστικά ήχου, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία