Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατονέτα οι μπατονέτες
      γενική της μπατονέτας
    αιτιατική την μπατονέτα τις μπατονέτες
     κλητική μπατονέτα μπατονέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μπατονέτες.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπατονέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bâtonnet < bâton +‎ -et (-έτα)[1] Δείτε και μπατόν.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.toˈne.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐το‐νέ‐τα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπατονέτα θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία