γλυφίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυφίδα | οι | γλυφίδες |
γενική | της | γλυφίδας | των | γλυφίδων |
αιτιατική | τη | γλυφίδα | τις | γλυφίδες |
κλητική | γλυφίδα | γλυφίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλυφίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλυφίς[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈfi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐φί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλυφίδα θηλυκό
- μικρό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λάξευση, για τη γλυφή, ή για το πέρασμα σε στενά διάκενα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γλυφίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας