Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάκενο τα διάκενα
      γενική του διάκενου
διακένου
των διάκενων
διακένων
    αιτιατική το διάκενο τα διάκενα
     κλητική διάκενο διάκενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάκενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάκενον του αρχαίου επιθέτου διάκενος (άδειος) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάκενο ουδέτερο

  • ο σχετικά στενός κενός χώρος ανάμεσα σε δύο παράλληλες ακμές αντικειμένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία