ενικός         πληθυντικός  
gap gaps

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gap (en)

  1. το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
    ⮡  the gap of a meter/kilometer - το διάστημα ενός μέτρου/χιλιομέτρου
    ⮡  I am filling the gaps between the stones with cement.
    Γεμίζω τα διάκενα στις πέτρες με τσιμέντο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη space
  2. το κενό
    ⮡  the manuscript has many gaps - το χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά
     συνώνυμα: blank