gap (en)
- το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
- ⮡ the gap of a meter/kilometer - το διάστημα ενός μέτρου/χιλιομέτρου
- ⮡ I am filling the gaps between the stones with cement.
- Γεμίζω τα διάκενα στις πέτρες με τσιμέντο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη space
- το κενό
- ⮡ the manuscript has many gaps - το χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά
- ≈ συνώνυμα: blank