Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός blank
συγκριτικός blanker / more blank
υπερθετικός blankest / most blank

blank (en)

  1. λευκός, κενός, άγραφος, χωρίς κάτι γραμμένο πάνω του ή χωρίς εικόνες ή διακόσμηση
    ⮡  blank paper/ballot - λευκό χαρτί/ψηφοδέλτιο
    ⮡  blank file - κενό αρχείο
  2. άδειος, κενός, χωρίς σκέψεις ή συναισθήματα
  3. (αρνητικά) απόλυτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blank blanks

blank (en)

  1. κενό σε ένα έντυπο που πρέπει να συμπληρωθεί
    ⮡  The manuscript has many blanks.
    Το χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά
  2. η κατάσταση κατά την οποία το μυαλό μας έχει κάνει στάση
ενεστώτας blank
γ΄ ενικό ενεστώτα blanks
αόριστος blanked
παθητική μετοχή blanked
ενεργητική μετοχή blanking

blank (en)

  1. αγνοώ κάποιον τελείως
  2. δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα