Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγραφος η άγραφη το άγραφο
      γενική του άγραφου της άγραφης του άγραφου
    αιτιατική τον άγραφο την άγραφη το άγραφο
     κλητική άγραφε άγραφη άγραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγραφοι οι άγραφες τα άγραφα
      γενική των άγραφων των άγραφων των άγραφων
    αιτιατική τους άγραφους τις άγραφες τα άγραφα
     κλητική άγραφοι άγραφες άγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άγραφος < α- στερητικό + γράφω

  Επίθετο επεξεργασία

άγραφος -η -ο

  1. που δεν έχει γραφτεί
  2. (για επιφάνεια ή υλικό)που δεν έχει επάνω του τίποτα γραμμένο

  Μεταφράσεις επεξεργασία