άγραφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγραφος | η | άγραφη | το | άγραφο |
γενική | του | άγραφου | της | άγραφης | του | άγραφου |
αιτιατική | τον | άγραφο | την | άγραφη | το | άγραφο |
κλητική | άγραφε | άγραφη | άγραφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγραφοι | οι | άγραφες | τα | άγραφα |
γενική | των | άγραφων | των | άγραφων | των | άγραφων |
αιτιατική | τους | άγραφους | τις | άγραφες | τα | άγραφα |
κλητική | άγραφοι | άγραφες | άγραφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάγραφος -η -ο
- που δεν έχει γραφτεί
- (για επιφάνεια ή υλικό)που δεν έχει επάνω του τίποτα γραμμένο