πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντογλυφίδα οι οδοντογλυφίδες
      γενική της οδοντογλυφίδας των οδοντογλυφίδων
    αιτιατική την οδοντογλυφίδα τις οδοντογλυφίδες
     κλητική οδοντογλυφίδα οδοντογλυφίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οδοντογλυφίδα < οδοντο- + γλυφίδα
ΔΦΑ : /o.ðon.do.ɣliˈfi.ða/
μια οδοντογλυφίδα

Ουσιαστικό

επεξεργασία