Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδοντογλυφίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οδοντογλυφίδ
α
οι
οδοντογλυφίδ
ες
γενική
της
οδοντογλυφίδ
ας
των
οδοντογλυφίδ
ων
αιτιατική
την
οδοντογλυφίδ
α
τις
οδοντογλυφίδ
ες
κλητική
οδοντογλυφίδ
α
οδοντογλυφίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδοντογλυφίδα
<
οδοντο-
+
γλυφίδα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.ðon.do.ɣliˈfi.ða
/
μια
οδοντογλυφίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδοντογλυφίδα
θηλυκό
λεπτό και μυτερό στις άκρες ξύλο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των
δοντιών
μετά το
φαγητό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοντογλυφίδα
αγγλικά
:
toothpick
(en)
αραβικά
:
عود تخليل أسنان
(ar)
γαλλικά
:
cure-dent
(fr)
γερμανικά
:
Zahnstocher
(de)
ιαπωνικά
:
爪楊枝
(ja)
(
tsumoyōji
) (つまようじ)
ισπανικά
:
palillo
(es)
ιταλικά
:
stuzzicadenti
(it)
κινεζικά
:
牙签
(zh)
(
yáqiān
)
κορεατικά
:
이쑤시개
(ko)
(
issusigae
)
ουγγρικά
:
fogpiszkáló
(hu)
πολωνικά
:
wykałaczka
(pl)
πορτογαλικά
:
palito
(pt)
ρωσικά
:
зубочистка
(ru)
(
zoubotchitka
)
σλαβομακεδονικά
:
чепкалка
(mk)
(
čɛpkalka
)
σλοβακικά
:
špáradlo
(sk)
σλοβενικά
:
zobotrebec
(sl)
σουηδικά
:
tandpetare
(sv)
τουρκικά
:
kürdan
(tr)
τσεχικά
:
párátko
(cs)
φινλανδικά
:
hammastikku
(fi)