οδοντο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδοντο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀδοντο- < θέμα ὀδοντ- του ὀδούς + ένθημα -ο-
- για επιστημονικούς όρους < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία odonto- όπως αγγλική odonto-, γαλλική odonto-, ιταλική odonto- [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ðon.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δο‐ντο-
Πρόθημα
επεξεργασίαοδοντο-, οδοντό- & οδοντ- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό που δείχνει ότι η σύνθετη λέξη
- έχει σχέση με τα δόντια, ανήκει σ’ αυτά, αναφέρεται σ’ αυτά ή είναι κατάλληλη γι’ αυτά
- (φωνητική, φωνολογία) έχει σχέση με τους οδοντικούς φθόγγους (στην προφορά)
- χειλοδοντικός φθόγγος
- (ζωολογία) χρησιμοποιείται για την ονομασία κάποιου ζώου που έχει κάποιο χαρακτηριστικό με τα δόντια του
- οδοντόγναθο ζώο
Σύνθετα
επεξεργασίαμορφές και σύνθετα
- οδοντο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδοντο- στο Βικιλεξικό
- οδοντό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδοντό- στο Βικιλεξικό
- οδοντ- (πριν από φωνήεν) Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδοντ- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δόντι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οδοντο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας