οδονταλγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδονταλγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀδονταλγία.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε οδοντ- + -αλγία.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ðon.dalˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δο‐νταλ‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
οδονταλγία θηλυκό
- (λόγιο, ιατρική) ο πονόδοντος
Συγγενικά επεξεργασία
- οδούς (αρχαία ελληνική ὀδούς, το δόντι)
- άλγος (ο [[πόνος])
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδονταλγία
→ δείτε τη λέξη πονόδοντος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οδονταλγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας