Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πονόδοντος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πονόδοντ
ος
οι
πονόδοντ
οι
γενική
του
πονόδοντ
ου
των
πονόδοντ
ων
αιτιατική
τον
πονόδοντ
ο
τους
πονόδοντ
ους
κλητική
πονόδοντ
ε
πονόδοντ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πονόδοντος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πονόδοντος
αρσενικό
πόνος
σε ένα
δόντι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πονόδοντος
αγγλικά
:
toothache
(en)
γαλλικά
:
mal
(fr)
aux dents