Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
toothache toothaches

  Ετυμολογία επεξεργασία

toothache < tooth + ache

  Ουσιαστικό επεξεργασία

toothache (en)

  Πηγές επεξεργασία