toothache
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
toothache | toothaches |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtoothache (en)
- ο πονόδοντος, πονάει ένα δόντι
- ⮡ I have a toothache.
- Με πονάει ένα δόντι.
- ⮡ I have a toothache.
Πηγές
επεξεργασία- toothache - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 725-726. ISBN 9780194325684., λήμμα: πονώ