Δείτε επίσης: Σμίλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμίλη οι σμίλες
      γενική της σμίλης των σμιλών
    αιτιατική τη σμίλη τις σμίλες
     κλητική σμίλη σμίλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σμίλη εξορύξεων με τρεις οδοντωτούς λοξότμητους τροχούς.
 
Μηχανοκίνητη σμίλη.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμίλη < αρχαία ελληνική σμίλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμίλη θηλυκό

  1. εργαλείο διαφόρων επαγγελμάτων (λιθοξόου, σιδηρουργού, χειρουργού κλπ), που έχει μία πεπλατυσμένη κοφτερή άκρη
     συνώνυμα: καλέμι, κοπίδι, σκαρπέλο
  2. δόντι σμιλόδοντα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμίλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμίλη θηλυκό (και σμῖλα)