σμίλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμίλη | οι | σμίλες |
γενική | της | σμίλης | των | σμιλών |
αιτιατική | τη | σμίλη | τις | σμίλες |
κλητική | σμίλη | σμίλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμίλη < αρχαία ελληνική σμίλη
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμίλη θηλυκό
- εργαλείο διαφόρων επαγγελμάτων (λιθοξόου, σιδηρουργού, χειρουργού κλπ), που έχει μία πεπλατυσμένη κοφτερή άκρη
- δόντι σμιλόδοντα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
σμίλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμίλη θηλυκό (και σμῖλα)
- σμίλη
- φλεβοτόμος σμίλη