Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σμιλευτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σμιλευτ
ός
η
σμιλευτ
ή
το
σμιλευτ
ό
γενική
του
σμιλευτ
ού
της
σμιλευτ
ής
του
σμιλευτ
ού
αιτιατική
τον
σμιλευτ
ό
τη
σμιλευτ
ή
το
σμιλευτ
ό
κλητική
σμιλευτ
έ
σμιλευτ
ή
σμιλευτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σμιλευτ
οί
οι
σμιλευτ
ές
τα
σμιλευτ
ά
γενική
των
σμιλευτ
ών
των
σμιλευτ
ών
των
σμιλευτ
ών
αιτιατική
τους
σμιλευτ
ούς
τις
σμιλευτ
ές
τα
σμιλευτ
ά
κλητική
σμιλευτ
οί
σμιλευτ
ές
σμιλευτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σμιλευτός
< (
ελληνιστική κοινή
)
σμιλευτός
Επίθετο
επεξεργασία
σμιλευτός
που έχει
σμιλευτεί
, που τον έχουν
σμιλεύσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασμίλευτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σμίλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σμιλευτός
αγγλικά
:
chiseled
(en)
,
hewn
(en)