Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλύφανο τα γλύφανα
      γενική του γλύφανου των γλύφανων
    αιτιατική το γλύφανο τα γλύφανα
     κλητική γλύφανο γλύφανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλύφανο < αρχαία ελληνική γλύφανον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλύφανο ουδέτερο

  1. (γλυπτική) εργαλείο για λάξευση
  2. (μηχανολογία) κοπτικό εργαλείο με αυλακώσεις έτσι ώστε όταν περιστρέφεται να λειαίνει ήδη ανοιγμένες τρύπες

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία