Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωτοκαθαριστήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ωτοκαθαριστήρ
ας
οι
ωτοκαθαριστήρ
ες
γενική
του
ωτοκαθαριστήρ
α
των
ωτοκαθαριστήρ
ων
αιτιατική
τον
ωτοκαθαριστήρ
α
τους
ωτοκαθαριστήρ
ες
κλητική
ωτοκαθαριστήρ
α
ωτοκαθαριστήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωτοκαθαριστήρας
<
ωτο-
+
καθαριστήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωτοκαθαριστήρας
αρσενικό
(
λόγιο
) η
μπατονέτα
για τον
καθαρισμό
των
αφτιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωτοκαθαριστήρας
→
δείτε
τη λέξη
μπατονέτα