shaft
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shaft | shafts |
- ολόκληρο το σώμα ενός μακρόστενου όπλου (τόξο, ακόντιο κτλ)
- άξονας
- φρεάτιο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | shaft |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shafts |
αόριστος | shafted |
παθητική μετοχή | shafted |
ενεργητική μετοχή | shafting |