φρεάτιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φρεάτιο | τα | φρεάτια |
γενική | του | φρεατίου & φρεάτιου |
των | φρεατίων |
αιτιατική | το | φρεάτιο | τα | φρεάτια |
κλητική | φρεάτιο | φρεάτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρεάτιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρεάτι(ον) + -ο, υποκοριστικό για την {{λ|φρέαρ|grc|lang=4{{
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾeˈa.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρε‐ά‐τι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρεάτιο ουδέτερο
- το όρυγμα, το άνοιγμα στη γη, το λαγούμι, το ειδικό άνοιγμα για πρόσβαση εργαζομένων σε υπόγειους αγωγούς ή για τη διοχέτευση υγρών στους αγωγούς αυτούς
- ⮡ φρεάτιο αποχέτευσης/ομβρίων υδάτων/ορυχείου
- η πρόβλεψη για ανάλογη κάθετη κατασκευή σχήματος πηγαδιού ή φρέατος σε πολυκατοικίες (για να κινείται το ασανσέρ)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φρεάτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φρεάτιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)