drain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
drain | drains |
drain (en)
- ο αγωγός αποστραγγίσεως, ο αγωγός για αποχέτευση, σωλήνας για την αποστράγγιση των βρόμικων υδάτων
- ⮡ a drain (pipe) - αγωγός αποστραγγίσεως
- ⮡ The drainage of rainwater is carried out with underground drains.
- Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς.
- ⮡ The drains are clogged.
- Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
- ⮡ Plumbers undertake repairing drains.
- Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | drain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drains |
αόριστος | drained |
παθητική μετοχή | drained |
ενεργητική μετοχή | draining |
drain (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
drain | drains |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdrain (fr) αρσενικό
- υπόγειος σωλήνας για την αποστράγγιση των υπογείων υδάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη drainer